- ογκογραφία
- ηη γραφική παράσταση τού όγκου ενός σώματος, λ.χ. τής καρδιάς, με τη χρήση ογκογράφου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oncography (< όγκος [Ι] + -γραφία < -γράφος < γράφω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.